δίπρακτος

δίπρακτος
και δίπραχτος, -η, -ο
(για θεατρικό έργο) αυτός που έχει δύο πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίπρακτος — η, ο θεατρικό έργο με δύο πράξεις: Το τοπικό θέατρο ανεβάζει ένα δίπρακτο έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”